επιτατικός

επιτατικός
η , ό[ν]
1) вызывающий напряжение; усиливающий, увеличивающий; 2) обостряющий, ухудшающий, осложняющий; 3) грам, усилительный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επιτατικός" в других словарях:

  • επιτατικός — ή, ό (Α ἐπιτατικός, ή, ό) [επίταση] αυτός που αυξάνει την τάση, που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην επίταση 2. γραμμ. (για λέξεις, μόρια κ.λπ.) αυτός που επαυξάνει τη σημασία ενός όρου τής πρότασης. επίρρ... επιτατικώς και ά με επίταση, με… …   Dictionary of Greek

  • επιτατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που επιτείνει, που επαυξάνει την τάση, που προκαλεί επίταση. 2. έντονος, ζωηρός, σφοδρός. 3. «επιτατικός προσδιορισμός», επίρρημα ή επίθετο ή σύνδεσμος που επαυξάνει τη σημασία όρου της πρότασης, επιδοτικός: Και βέβαια να με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτατικά — ἐπιτατικός intensive neut nom/voc/acc pl ἐπιτατικά̱ , ἐπιτατικός intensive fem nom/voc/acc dual ἐπιτατικά̱ , ἐπιτατικός intensive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτατικώτερον — ἐπιτατικός intensive adverbial comp ἐπιτατικός intensive masc acc comp sg ἐπιτατικός intensive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτατικῶν — ἐπιτατικός intensive fem gen pl ἐπιτατικός intensive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτατικόν — ἐπιτατικός intensive masc acc sg ἐπιτατικός intensive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτατικοῦ — ἐπιτατικός intensive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτατικῆς — ἐπιτατικός intensive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτατικῇ — ἐπιτατικός intensive fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτατική — ἐπιτατικός intensive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτατικῶς — ἐπιτατικός intensive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»